Jump to content

ομοιοπαθητική

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ομοιοπαθητική (omoiopathitikíf (plural ομοιοπαθητικές)

  1. homeopathy

Declension

[edit]
Declension of ομοιοπαθητική
singular plural
nominative ομοιοπαθητική (omoiopathitikí) ομοιοπαθητικές (omoiopathitikés)
genitive ομοιοπαθητικής (omoiopathitikís) ομοιοπαθητικών (omoiopathitikón)
accusative ομοιοπαθητική (omoiopathitikí) ομοιοπαθητικές (omoiopathitikés)
vocative ομοιοπαθητική (omoiopathitikí) ομοιοπαθητικές (omoiopathitikés)