Jump to content

ολύμπιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ολύμπιος (olýmpiosm (feminine ολύμπια or ολυμπία, neuter ολύμπιο)

  1. Olympian (relating to the Greek gods and Mount Olympus)
  2. (figuratively) Olympian (of heroic proportions)

Declension

[edit]
Declension of ολύμπιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολύμπιος (olýmpios) ολύμπια (olýmpia) ολύμπιο (olýmpio) ολύμπιοι (olýmpioi) ολύμπιες (olýmpies) ολύμπια (olýmpia)
genitive ολύμπιου (olýmpiou) ολύμπιας (olýmpias) ολύμπιου (olýmpiou) ολύμπιων (olýmpion) ολύμπιων (olýmpion) ολύμπιων (olýmpion)
accusative ολύμπιο (olýmpio) ολύμπια (olýmpia) ολύμπιο (olýmpio) ολύμπιους (olýmpious) ολύμπιες (olýmpies) ολύμπια (olýmpia)
vocative ολύμπιε (olýmpie) ολύμπια (olýmpia) ολύμπιο (olýmpio) ολύμπιοι (olýmpioi) ολύμπιες (olýmpies) ολύμπια (olýmpia)

Notes: feminine forms may have an alternative stress (eg ολυμπία)