Jump to content

ολλανδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ολλανδικός (ollandikósm (feminine ολλανδική, neuter ολλανδικό)

  1. (relational) of the Netherlands; Dutch

Declension

[edit]
Declension of ολλανδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολλανδικός (ollandikós) ολλανδική (ollandikí) ολλανδικό (ollandikó) ολλανδικοί (ollandikoí) ολλανδικές (ollandikés) ολλανδικά (ollandiká)
genitive ολλανδικού (ollandikoú) ολλανδικής (ollandikís) ολλανδικού (ollandikoú) ολλανδικών (ollandikón) ολλανδικών (ollandikón) ολλανδικών (ollandikón)
accusative ολλανδικό (ollandikó) ολλανδική (ollandikí) ολλανδικό (ollandikó) ολλανδικούς (ollandikoús) ολλανδικές (ollandikés) ολλανδικά (ollandiká)
vocative ολλανδικέ (ollandiké) ολλανδική (ollandikí) ολλανδικό (ollandikó) ολλανδικοί (ollandikoí) ολλανδικές (ollandikés) ολλανδικά (ollandiká)

Synonyms

[edit]
[edit]