Jump to content

ολιγαρχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὀλιγαρχία (oligarkhía).

Noun

[edit]

ολιγαρχία (oligarchíaf (plural ολιγαρχίες)

  1. oligarchy

Declension

[edit]
Declension of ολιγαρχία
singular plural
nominative ολιγαρχία (oligarchía) ολιγαρχίες (oligarchíes)
genitive ολιγαρχίας (oligarchías) ολιγαρχιών (oligarchión)
accusative ολιγαρχία (oligarchía) ολιγαρχίες (oligarchíes)
vocative ολιγαρχία (oligarchía) ολιγαρχίες (oligarchíes)

Further reading

[edit]