οιστρογόνο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]οιστρογόνο • (oistrogóno) f (plural οιστρογόνα)
- (biochemistry) oestrogen (UK), estrogen (US)
Declension
[edit]Declension of οιστρογόνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οιστρογόνο • | οιστρογόνα • |
genitive | οιστρογόνου • | οιστρογόνων • |
accusative | οιστρογόνο • | οιστρογόνα • |
vocative | οιστρογόνο • | οιστρογόνα • |
Further reading
[edit]- οιστρογόνα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- οιστρογόνο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language