Jump to content

οικοτροφείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

οικοτροφείο (oikotrofeíon

  1. boarding house

Declension

[edit]
Declension of οικοτροφείο
singular plural
nominative οικοτροφείο (oikotrofeío) οικοτροφεία (oikotrofeía)
genitive οικοτροφείου (oikotrofeíou) οικοτροφείων (oikotrofeíon)
accusative οικοτροφείο (oikotrofeío) οικοτροφεία (oikotrofeía)
vocative οικοτροφείο (oikotrofeío) οικοτροφεία (oikotrofeía)
[edit]