οικοτροφείο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]οικοτροφείο • (oikotrofeío) n
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οικοτροφείο (oikotrofeío) | οικοτροφεία (oikotrofeía) |
genitive | οικοτροφείου (oikotrofeíou) | οικοτροφείων (oikotrofeíon) |
accusative | οικοτροφείο (oikotrofeío) | οικοτροφεία (oikotrofeía) |
vocative | οικοτροφείο (oikotrofeío) | οικοτροφεία (oikotrofeía) |
Related terms
[edit]- see: οικότροφος (oikótrofos)