οικονομώ
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek οἰκονομέω (oikonoméō), οἰκονομῶ (oikonomô), verbal derivation from οἰκονόμος (oikonómos, “manager”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]οικονομώ • (oikonomó) (past οικονόμησα, passive οικονομούμαι, p‑past οικονομήθηκα, ppp οικονομημένος)
- to save (money, time, space, etc), economise (UK), economize (US)
- Synonyms: εξοικονομώ (exoikonomó), αποταμιεύω (apotamiévo)
- and see: οικονομάω (oikonomáo) (informal): get (money, supplies, work, etc)
Conjugation
[edit]οικονομώ, οικονομούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | οικονομώ | οικονομήσω | οικονομούμαι | οικονομηθώ |
2 sg | οικονομείς | οικονομήσεις | οικονομείσαι | οικονομηθείς |
3 sg | οικονομεί | οικονομήσει | οικονομείται | οικονομηθεί |
1 pl | οικονομούμε | οικονομήσουμε, [-ομε] | οικονομούμαστε | οικονομηθούμε |
2 pl | οικονομείτε | οικονομήσετε | οικονομείστε | οικονομηθείτε |
3 pl | οικονομούν(ε) | οικονομήσουν(ε) | οικονομούνται | οικονομηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | οικονομούσα | οικονόμησα | [οικονομούμουν(α)] | οικονομήθηκα |
2 sg | οικονομούσες | οικονόμησες | [οικονομούσουν(α)] | οικονομήθηκες |
3 sg | οικονομούσε | οικονόμησε | οικονομούνταν, {οικονομείτο} | οικονομήθηκε |
1 pl | οικονομούσαμε | οικονομήσαμε | οικονομούμασταν, (‑ούμαστε) | οικονομηθήκαμε |
2 pl | οικονομούσατε | οικονομήσατε | [οικονομούσασταν, (‑ούσαστε)] | οικονομηθήκατε |
3 pl | οικονομούσαν(ε) | οικονόμησαν, οικονομήσαν(ε) | οικονομούνταν, {οικονομούντο} | οικονομήθηκαν, οικονομηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα οικονομώ ➤ | θα οικονομήσω ➤ | θα οικονομούμαι ➤ | θα οικονομηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα οικονομείς, … | θα οικονομήσεις, … | θα οικονομείσαι, … | θα οικονομηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … οικονομήσει έχω, έχεις, … οικονομημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … οικονομηθεί είμαι, είσαι, … οικονομημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … οικονομήσει είχα, είχες, … οικονομημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … οικονομηθεί ήμουν, ήσουν, … οικονομημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … οικονομήσει θα έχω, θα έχεις, … οικονομημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … οικονομηθεί θα είμαι, θα είσαι, … οικονομημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | οικονόμησε | — | οικονομήσου |
2 pl | οικονομείτε | οικονομήστε | οικονομείστε | οικονομηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | οικονομώντας ➤ | οικονομούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας οικονομήσει ➤ | οικονομημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | οικονομήσει | οικονομηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- εξοικονομώ (exoikonomó)
- οικονομικός (oikonomikós, “economical”)
- οικονόμος m (oikonómos)
- προοικονομώ (prooikonomó)
- and see: οικονομία f (oikonomía, “economy”)