Jump to content

οδοντοφατνιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

οδοντοφατνιακός (odontofatniakósm

  1. dentoalveolar, dentialveolar

Declension

[edit]
Declension of οδοντοφατνιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οδοντοφατνιακός (odontofatniakós) οδοντοφατνιακή (odontofatniakí) οδοντοφατνιακό (odontofatniakó) οδοντοφατνιακοί (odontofatniakoí) οδοντοφατνιακές (odontofatniakés) οδοντοφατνιακά (odontofatniaká)
genitive οδοντοφατνιακού (odontofatniakoú) οδοντοφατνιακής (odontofatniakís) οδοντοφατνιακού (odontofatniakoú) οδοντοφατνιακών (odontofatniakón) οδοντοφατνιακών (odontofatniakón) οδοντοφατνιακών (odontofatniakón)
accusative οδοντοφατνιακό (odontofatniakó) οδοντοφατνιακή (odontofatniakí) οδοντοφατνιακό (odontofatniakó) οδοντοφατνιακούς (odontofatniakoús) οδοντοφατνιακές (odontofatniakés) οδοντοφατνιακά (odontofatniaká)
vocative οδοντοφατνιακέ (odontofatniaké) οδοντοφατνιακή (odontofatniakí) οδοντοφατνιακό (odontofatniakó) οδοντοφατνιακοί (odontofatniakoí) οδοντοφατνιακές (odontofatniakés) οδοντοφατνιακά (odontofatniaká)