Jump to content

οδοντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὀδοντικός (odontikós). See δόντι (dónti) and -ικός (-ikós).

Compare Mariupol Greek дъонды́ (ðondý).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

οδοντικός (odontikósm (feminine οδοντική, neuter οδοντικό)

  1. (medicine) dental, concerning the teeth
    Near-synonym: (pertaining to dentistry) οδοντιατρικός (odontiatrikós)
    οδοντικό νήμαodontikó nímadental floss
  2. (phonetics, phonology) dental
    Τα οδοντικά σύμφωνα είναι τα ⟨τ⟩, ⟨δ⟩, ⟨θ⟩ και ⟨ντ⟩
    Ta odontiká sýmfona eínai ta ⟨t⟩, ⟨d⟩, ⟨th⟩ kai ⟨nt⟩
    The dental consonants are ⟨τ⟩, ⟨δ⟩, ⟨θ⟩ and ⟨ντ⟩.

Declension

[edit]
Declension of οδοντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οδοντικός (odontikós) οδοντική (odontikí) οδοντικό (odontikó) οδοντικοί (odontikoí) οδοντικές (odontikés) οδοντικά (odontiká)
genitive οδοντικού (odontikoú) οδοντικής (odontikís) οδοντικού (odontikoú) οδοντικών (odontikón) οδοντικών (odontikón) οδοντικών (odontikón)
accusative οδοντικό (odontikó) οδοντική (odontikí) οδοντικό (odontikó) οδοντικούς (odontikoús) οδοντικές (odontikés) οδοντικά (odontiká)
vocative οδοντικέ (odontiké) οδοντική (odontikí) οδοντικό (odontikó) οδοντικοί (odontikoí) οδοντικές (odontikés) οδοντικά (odontiká)

Further reading

[edit]