οδοντιατρείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from οδοντ- (odont-) + ιατρείο (iatreío).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]οδοντιατρείο • (odontiatreío) n (plural οδοντιατρεία)
Declension
[edit]Declension of οδοντιατρείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οδοντιατρείο • | οδοντιατρεία • |
genitive | οδοντιατρείου • | οδοντιατρείων • |
accusative | οδοντιατρείο • | οδοντιατρεία • |
vocative | οδοντιατρείο • | οδοντιατρεία • |
References
[edit]- ^ οδοντιατρείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- οδοντιατρείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el