οδομετρία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]οδομετρία • (odometría) f (usually uncountable, plural οδομετρίες)
Declension
[edit]Declension of οδομετρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οδομετρία • | οδομετρίες • |
genitive | οδομετρίας • | οδομετριών • |
accusative | οδομετρία • | οδομετρίες • |
vocative | οδομετρία • | οδομετρίες • |