ξυπνητός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ξυπνώ (xypnó) +‎ -τός (-tós).

Adjective

[edit]

ξυπνητός (xypnitósm (feminine ξυπνητή, neuter ξυπνητό)

  1. awake, awakening
  2. conscious

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξυπνητός (xypnitós) ξυπνητή (xypnití) ξυπνητό (xypnitó) ξυπνητοί (xypnitoí) ξυπνητές (xypnités) ξυπνητά (xypnitá)
genitive ξυπνητού (xypnitoú) ξυπνητής (xypnitís) ξυπνητού (xypnitoú) ξυπνητών (xypnitón) ξυπνητών (xypnitón) ξυπνητών (xypnitón)
accusative ξυπνητό (xypnitó) ξυπνητή (xypnití) ξυπνητό (xypnitó) ξυπνητούς (xypnitoús) ξυπνητές (xypnités) ξυπνητά (xypnitá)
vocative ξυπνητέ (xypnité) ξυπνητή (xypnití) ξυπνητό (xypnitó) ξυπνητοί (xypnitoí) ξυπνητές (xypnités) ξυπνητά (xypnitá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξυπνητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξυπνητός, etc.)

[edit]