ξυπνητός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Adjective
[edit]ξυπνητός • (xypnitós) m (feminine ξυπνητή, neuter ξυπνητό)
Declension
[edit]Declension of ξυπνητός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξυπνητός • | ξυπνητή • | ξυπνητό • | ξυπνητοί • | ξυπνητές • | ξυπνητά • |
genitive | ξυπνητού • | ξυπνητής • | ξυπνητού • | ξυπνητών • | ξυπνητών • | ξυπνητών • |
accusative | ξυπνητό • | ξυπνητή • | ξυπνητό • | ξυπνητούς • | ξυπνητές • | ξυπνητά • |
vocative | ξυπνητέ • | ξυπνητή • | ξυπνητό • | ξυπνητοί • | ξυπνητές • | ξυπνητά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξυπνητός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξυπνητός, etc.) |
Related terms
[edit]- ξύπνιος (xýpnios, “awake, wide-awake”)