ξυπνητήρι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ξυπνητήρι • (xypnitíri) n
- alarm clock
- Το ξυπνητήρι μου χρειάζεται νέες μπαταρίες.
- To xypnitíri mou chreiázetai nées bataríes.
- My alarm clock needs new batteries.
Declension
[edit]Declension of ξυπνητήρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξυπνητήρι • | ξυπνητήρια • |
genitive | ξυπνητηριού • | ξυπνητηριών • |
accusative | ξυπνητήρι • | ξυπνητήρια • |
vocative | ξυπνητήρι • | ξυπνητήρια • |