Jump to content

ξεχωριστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ξεχωρίζω (xechorízo) +‎ -τος (-tos).

Adjective

[edit]

ξεχωριστός (xechoristósm (feminine ξεχωριστή, neuter ξεχωριστό)

  1. separate, distinct,
  2. exceptional, distinctive

Declension

[edit]
Declension of ξεχωριστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξεχωριστός (xechoristós) ξεχωριστή (xechoristí) ξεχωριστό (xechoristó) ξεχωριστοί (xechoristoí) ξεχωριστές (xechoristés) ξεχωριστά (xechoristá)
genitive ξεχωριστού (xechoristoú) ξεχωριστής (xechoristís) ξεχωριστού (xechoristoú) ξεχωριστών (xechoristón) ξεχωριστών (xechoristón) ξεχωριστών (xechoristón)
accusative ξεχωριστό (xechoristó) ξεχωριστή (xechoristí) ξεχωριστό (xechoristó) ξεχωριστούς (xechoristoús) ξεχωριστές (xechoristés) ξεχωριστά (xechoristá)
vocative ξεχωριστέ (xechoristé) ξεχωριστή (xechoristí) ξεχωριστό (xechoristó) ξεχωριστοί (xechoristoí) ξεχωριστές (xechoristés) ξεχωριστά (xechoristá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξεχωριστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξεχωριστός, etc.)

Synonyms

[edit]