ξεματιάζω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ξε- (xe-) + ματιάζω (matiázo).[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ξεματιάζω • (xematiázo) (past ξεμάτιασα, passive ξεματιάζομαι, p‑past ξεματιάστηκα, ppp ξεματιασμένος)
Conjugation
[edit]ξεματιάζω ξεματιάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεματιάζω | ξεματιάσω | ξεματιάζομαι | ξεματιαστώ |
2 sg | ξεματιάζεις | ξεματιάσεις | ξεματιάζεσαι | ξεματιαστείς |
3 sg | ξεματιάζει | ξεματιάσει | ξεματιάζεται | ξεματιαστεί |
1 pl | ξεματιάζουμε, [‑ομε] | ξεματιάσουμε, [‑ομε] | ξεματιαζόμαστε | ξεματιαστούμε |
2 pl | ξεματιάζετε | ξεματιάσετε | ξεματιάζεστε, ξεματιαζόσαστε | ξεματιαστείτε |
3 pl | ξεματιάζουν(ε) | ξεματιάσουν(ε) | ξεματιάζονται | ξεματιαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξεμάτιαζα | ξεμάτιασα | ξεματιαζόμουν(α) | ξεματιάστηκα |
2 sg | ξεμάτιαζες | ξεμάτιασες | ξεματιαζόσουν(α) | ξεματιάστηκες |
3 sg | ξεμάτιαζε | ξεμάτιασε | ξεματιαζόταν(ε) | ξεματιάστηκε |
1 pl | ξεματιάζαμε | ξεματιάσαμε | ξεματιαζόμασταν, (‑όμαστε) | ξεματιαστήκαμε |
2 pl | ξεματιάζατε | ξεματιάσατε | ξεματιαζόσασταν, (‑όσαστε) | ξεματιαστήκατε |
3 pl | ξεμάτιαζαν, ξεματιάζαν(ε) | ξεμάτιασαν, ξεματιάσαν(ε) | ξεματιάζονταν, (ξεματιαζόντουσαν) | ξεματιάστηκαν, ξεματιαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεματιάζω ➤ | θα ξεματιάσω ➤ | θα ξεματιάζομαι ➤ | θα ξεματιαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεματιάζεις, … | θα ξεματιάσεις, … | θα ξεματιάζεσαι, … | θα ξεματιαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεματιάσει έχω, έχεις, … ξεματιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεματιαστεί είμαι, είσαι, … ξεματιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεματιάσει είχα, είχες, … ξεματιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεματιαστεί ήμουν, ήσουν, … ξεματιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεματιάσει θα έχω, θα έχεις, … ξεματιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεματιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεματιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξεμάτιαζε | ξεμάτιασε | — | ξεματιάσου |
2 pl | ξεματιάζετε | ξεματιάστε | ξεματιάζεστε | ξεματιαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεματιάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεματιάσει ➤ | ξεματιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεματιάσει | ξεματιαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- ξεμάτιασμα n (xemátiasma)
- ξεματιάστρα f (xematiástra)
References
[edit]- ^ ξεματιάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language