Jump to content

ξεμέθυστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the ξεμεθυσ- stem of ξεμεθώ (xemethó) +‎ -τος (-tos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kseˈme.θi.stos/
  • Hyphenation: ξε‧μέ‧θυ‧στος

Adjective

[edit]

ξεμέθυστος (xeméthystosm (feminine ξεμέθυστη, neuter ξεμέθυστο)

  1. sobered up

Declension

[edit]
Declension of ξεμέθυστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξεμέθυστος (xeméthystos) ξεμέθυστη (xeméthysti) ξεμέθυστο (xeméthysto) ξεμέθυστοι (xeméthystoi) ξεμέθυστες (xeméthystes) ξεμέθυστα (xeméthysta)
genitive ξεμέθυστου (xeméthystou) ξεμέθυστης (xeméthystis) ξεμέθυστου (xeméthystou) ξεμέθυστων (xeméthyston) ξεμέθυστων (xeméthyston) ξεμέθυστων (xeméthyston)
accusative ξεμέθυστο (xeméthysto) ξεμέθυστη (xeméthysti) ξεμέθυστο (xeméthysto) ξεμέθυστους (xeméthystous) ξεμέθυστες (xeméthystes) ξεμέθυστα (xeméthysta)
vocative ξεμέθυστε (xeméthyste) ξεμέθυστη (xeméthysti) ξεμέθυστο (xeméthysto) ξεμέθυστοι (xeméthystoi) ξεμέθυστες (xeméthystes) ξεμέθυστα (xeméthysta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξεμέθυστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξεμέθυστος, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ξεμέθυστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language