ξελογιαστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ξελογιάζω (xelogiázo, “to seduce, to captivate, to lead astray”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ξελογιαστής • (xelogiastís) m (plural ξελογιαστές, feminine ξελογιάστρα)
Declension
[edit]Declension of ξελογιαστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξελογιαστής • | ξελογιαστές • |
genitive | ξελογιαστή • | ξελογιαστών • |
accusative | ξελογιαστή • | ξελογιαστές • |
vocative | ξελογιαστή • | ξελογιαστές • |
Related terms
[edit]- see: ξελογιάζω (xelogiázo, “to seduce”)