ξεκουράστηκα
Appearance
See also: ξεκουραστικά
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ξεκουράστηκα • (xekourástika)
- first-person singular simple past of ξεκουράζομαι (xekourázomai), the passive of ξεκουράζω (xekourázo)
ξεκουράστηκα • (xekourástika)