Jump to content

ξείδι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ξείδι (xeídin (plural ξείδια)

  1. vinegar
    Synonyms: ξύδι (xýdi), ξίδι (xídi)

Declension

[edit]
Declension of ξείδι
singular plural
nominative ξείδι (xeídi) ξείδια (xeídia)
genitive ξειδιού (xeidioú) ξειδιών (xeidión)
accusative ξείδι (xeídi) ξείδια (xeídia)
vocative ξείδι (xeídi) ξείδια (xeídia)

Further reading

[edit]