νυχοκόπτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from νύχι (nýchi, “nail”) + -ο- (-o-) + κοπ- (kop-, “to cut, trim”) + -της (-tis).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]νυχοκόπτης • (nychokóptis) m (plural νυχοκόπτες)
Declension
[edit]Declension of νυχοκόπτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νυχοκόπτης • | νυχοκόπτες • |
genitive | νυχοκόπτη • | νυχοκοπτών • |
accusative | νυχοκόπτη • | νυχοκόπτες • |
vocative | νυχοκόπτη • | νυχοκόπτες • |
References
[edit]- ^ νυχοκόπτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language