Jump to content

νυκτόβιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

νυκτόβιος (nyktóviosm (feminine νυκτόβιa, neuter νυκτόβιο)

  1. nocturnal

Declension

[edit]
Declension of νυκτόβιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νυκτόβιος (nyktóvios) νυκτόβια (nyktóvia) νυκτόβιο (nyktóvio) νυκτόβιοι (nyktóvioi) νυκτόβιες (nyktóvies) νυκτόβια (nyktóvia)
genitive νυκτόβιου (nyktóviou) νυκτόβιας (nyktóvias) νυκτόβιου (nyktóviou) νυκτόβιων (nyktóvion) νυκτόβιων (nyktóvion) νυκτόβιων (nyktóvion)
accusative νυκτόβιο (nyktóvio) νυκτόβια (nyktóvia) νυκτόβιο (nyktóvio) νυκτόβιους (nyktóvious) νυκτόβιες (nyktóvies) νυκτόβια (nyktóvia)
vocative νυκτόβιε (nyktóvie) νυκτόβια (nyktóvia) νυκτόβιο (nyktóvio) νυκτόβιοι (nyktóvioi) νυκτόβιες (nyktóvies) νυκτόβια (nyktóvia)

Synonyms

[edit]