νουκλεοπρωτεΐνη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]νουκλεοπρωτεΐνη • (noukleoproteḯni) f
Declension
[edit]Declension of νουκλεοπρωτεΐνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νουκλεοπρωτεΐνη • | νουκλεοπρωτεΐνες • |
genitive | νουκλεοπρωτεΐνης • | νουκλεοπρωτεϊνών • |
accusative | νουκλεοπρωτεΐνη • | νουκλεοπρωτεΐνες • |
vocative | νουκλεοπρωτεΐνη • | νουκλεοπρωτεΐνες • |