Jump to content

νοτιοανατολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

νοτιοανατολικός (notioanatolikósm (feminine νοτιοανατολική, neuter νοτιοανατολικό)

  1. southeast, southeasterly

Declension

[edit]
Declension of νοτιοανατολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νοτιοανατολικός (notioanatolikós) νοτιοανατολική (notioanatolikí) νοτιοανατολικό (notioanatolikó) νοτιοανατολικοί (notioanatolikoí) νοτιοανατολικές (notioanatolikés) νοτιοανατολικά (notioanatoliká)
genitive νοτιοανατολικού (notioanatolikoú) νοτιοανατολικής (notioanatolikís) νοτιοανατολικού (notioanatolikoú) νοτιοανατολικών (notioanatolikón) νοτιοανατολικών (notioanatolikón) νοτιοανατολικών (notioanatolikón)
accusative νοτιοανατολικό (notioanatolikó) νοτιοανατολική (notioanatolikí) νοτιοανατολικό (notioanatolikó) νοτιοανατολικούς (notioanatolikoús) νοτιοανατολικές (notioanatolikés) νοτιοανατολικά (notioanatoliká)
vocative νοτιοανατολικέ (notioanatoliké) νοτιοανατολική (notioanatolikí) νοτιοανατολικό (notioanatolikó) νοτιοανατολικοί (notioanatolikoí) νοτιοανατολικές (notioanatolikés) νοτιοανατολικά (notioanatoliká)

Coordinate terms

[edit]