νοσταλγικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

νοσταλγικός (nostalgikósm (feminine νοσταλγική, neuter νοσταλγικό)

  1. nostalgic

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νοσταλγικός (nostalgikós) νοσταλγική (nostalgikí) νοσταλγικό (nostalgikó) νοσταλγικοί (nostalgikoí) νοσταλγικές (nostalgikés) νοσταλγικά (nostalgiká)
genitive νοσταλγικού (nostalgikoú) νοσταλγικής (nostalgikís) νοσταλγικού (nostalgikoú) νοσταλγικών (nostalgikón) νοσταλγικών (nostalgikón) νοσταλγικών (nostalgikón)
accusative νοσταλγικό (nostalgikó) νοσταλγική (nostalgikí) νοσταλγικό (nostalgikó) νοσταλγικούς (nostalgikoús) νοσταλγικές (nostalgikés) νοσταλγικά (nostalgiká)
vocative νοσταλγικέ (nostalgiké) νοσταλγική (nostalgikí) νοσταλγικό (nostalgikó) νοσταλγικοί (nostalgikoí) νοσταλγικές (nostalgikés) νοσταλγικά (nostalgiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νοσταλγικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νοσταλγικός, etc.)

Further reading

[edit]