Jump to content

νορβηγικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

νορβηγικός (norvigikósm (feminine νορβηγική, neuter νορβηγικό)

  1. Norwegian (related to the Norway, its people or language)

Declension

[edit]
Declension of νορβηγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νορβηγικός (norvigikós) νορβηγική (norvigikí) νορβηγικό (norvigikó) νορβηγικοί (norvigikoí) νορβηγικές (norvigikés) νορβηγικά (norvigiká)
genitive νορβηγικού (norvigikoú) νορβηγικής (norvigikís) νορβηγικού (norvigikoú) νορβηγικών (norvigikón) νορβηγικών (norvigikón) νορβηγικών (norvigikón)
accusative νορβηγικό (norvigikó) νορβηγική (norvigikí) νορβηγικό (norvigikó) νορβηγικούς (norvigikoús) νορβηγικές (norvigikés) νορβηγικά (norvigiká)
vocative νορβηγικέ (norvigiké) νορβηγική (norvigikí) νορβηγικό (norvigikó) νορβηγικοί (norvigikoí) νορβηγικές (norvigikés) νορβηγικά (norvigiká)
[edit]