νομοταγής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]νομοταγής • (nomotagís) m (feminine νομοταγής, neuter νομοταγές)
Declension
[edit]Declension of νομοταγής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νομοταγής • | νομοταγής • | νομοταγές • | νομοταγείς • | νομοταγείς • | νομοταγή • |
genitive | νομοταγούς • / νομοταγή • | νομοταγούς • | νομοταγούς • | νομοταγών • | νομοταγών • | νομοταγών • |
accusative | νομοταγή • | νομοταγή • | νομοταγές • | νομοταγείς • | νομοταγείς • | νομοταγή • |
vocative | νομοταγή • / νομοταγής • | νομοταγής • | νομοταγές • | νομοταγείς • | νομοταγείς • | νομοταγή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νομοταγής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νομοταγής, etc.) |
Further reading
[edit]- νομοταγής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language