Jump to content

νομισματοκοπείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

νομισματοκοπείο (nomismatokopeíon (plural νομισματοκοπεία)

  1. mint (coin production unit)

Declension

[edit]
Declension of νομισματοκοπείο
singular plural
nominative νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) νομισματοκοπεία (nomismatokopeía)
genitive νομισματοκοπείου (nomismatokopeíou) νομισματοκοπείων (nomismatokopeíon)
accusative νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) νομισματοκοπεία (nomismatokopeía)
vocative νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) νομισματοκοπεία (nomismatokopeía)

See also

[edit]