νομισματοκοπείο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]νομισματοκοπείο • (nomismatokopeío) n (plural νομισματοκοπεία)
- mint (coin production unit)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) | νομισματοκοπεία (nomismatokopeía) |
genitive | νομισματοκοπείου (nomismatokopeíou) | νομισματοκοπείων (nomismatokopeíon) |
accusative | νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) | νομισματοκοπεία (nomismatokopeía) |
vocative | νομισματοκοπείο (nomismatokopeío) | νομισματοκοπεία (nomismatokopeía) |
See also
[edit]- νομισματοκοπία f (nomismatokopía)