Jump to content

νευροτοξίνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

νευροτοξίνη (nevrotoxínif (plural νευροτοξίνες)

  1. (physiology, toxicology) neurotoxin

Declension

[edit]
Declension of νευροτοξίνη
singular plural
nominative νευροτοξίνη (nevrotoxíni) νευροτοξίνες (nevrotoxínes)
genitive νευροτοξίνης (nevrotoxínis) νευροτοξινών (nevrotoxinón)
accusative νευροτοξίνη (nevrotoxíni) νευροτοξίνες (nevrotoxínes)
vocative νευροτοξίνη (nevrotoxíni) νευροτοξίνες (nevrotoxínes)

Further reading

[edit]