νευρορραφή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]νευρορραφή • (nevrorrafí) f (usually uncountable, plural νευρορραφές)
- (surgery) neurorrhaphy
- Synonym: νευρορραφία (nevrorrafía)
Declension
[edit]Declension of νευρορραφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νευρορραφή • | νευρορραφές • |
genitive | νευρορραφής • | νευρορραφών • |
accusative | νευρορραφή • | νευρορραφές • |
vocative | νευρορραφή • | νευρορραφές • |
Further reading
[edit]- νευρορραφή, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language