Jump to content

νευρορραφή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

νευρορραφή (nevrorrafíf (usually uncountable, plural νευρορραφές)

  1. (surgery) neurorrhaphy
    Synonym: νευρορραφία (nevrorrafía)

Declension

[edit]
Declension of νευρορραφή
singular plural
nominative νευρορραφή (nevrorrafí) νευρορραφές (nevrorrafés)
genitive νευρορραφής (nevrorrafís) νευρορραφών (nevrorrafón)
accusative νευρορραφή (nevrorrafí) νευρορραφές (nevrorrafés)
vocative νευρορραφή (nevrorrafí) νευρορραφές (nevrorrafés)

Further reading

[edit]