Jump to content

νεολιθικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

νεολιθικός (neolithikósm (feminine νεολιθική, neuter νεολιθικό)

  1. Neolithic

Declension

[edit]
Declension of νεολιθικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νεολιθικός (neolithikós) νεολιθική (neolithikí) νεολιθικό (neolithikó) νεολιθικοί (neolithikoí) νεολιθικές (neolithikés) νεολιθικά (neolithiká)
genitive νεολιθικού (neolithikoú) νεολιθικής (neolithikís) νεολιθικού (neolithikoú) νεολιθικών (neolithikón) νεολιθικών (neolithikón) νεολιθικών (neolithikón)
accusative νεολιθικό (neolithikó) νεολιθική (neolithikí) νεολιθικό (neolithikó) νεολιθικούς (neolithikoús) νεολιθικές (neolithikés) νεολιθικά (neolithiká)
vocative νεολιθικέ (neolithiké) νεολιθική (neolithikí) νεολιθικό (neolithikó) νεολιθικοί (neolithikoí) νεολιθικές (neolithikés) νεολιθικά (neolithiká)