Jump to content

ναζιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ναζιστικός (nazistikósm (feminine ναζιστική, neuter ναζιστικό)

  1. Nazi

Declension

[edit]
Declension of ναζιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ναζιστικός (nazistikós) ναζιστική (nazistikí) ναζιστικό (nazistikó) ναζιστικοί (nazistikoí) ναζιστικές (nazistikés) ναζιστικά (nazistiká)
genitive ναζιστικού (nazistikoú) ναζιστικής (nazistikís) ναζιστικού (nazistikoú) ναζιστικών (nazistikón) ναζιστικών (nazistikón) ναζιστικών (nazistikón)
accusative ναζιστικό (nazistikó) ναζιστική (nazistikí) ναζιστικό (nazistikó) ναζιστικούς (nazistikoús) ναζιστικές (nazistikés) ναζιστικά (nazistiká)
vocative ναζιστικέ (nazistiké) ναζιστική (nazistikí) ναζιστικό (nazistikó) ναζιστικοί (nazistikoí) ναζιστικές (nazistikés) ναζιστικά (nazistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ναζιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ναζιστικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]