μύθος
Jump to navigation
Jump to search
See also: μῦθος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek μῦθος (mûthos).
Noun
[edit]μύθος • (mýthos) m (plural μύθοι)
- fable, tale, story, myth, fairy tale
Declension
[edit]Declension of μύθος
Related terms
[edit]- μύθευμα (mýthevma)
- μυθικός (mythikós)
- μυθιστόρημα (mythistórima)
- μυθιστορηματικός (mythistorimatikós)
- μυθιστορία (mythistoría)
- μυθιστοριογραφία (mythistoriografía)
- μυθιστοριογράφος (mythistoriográfos)
- μυθογραφία (mythografía)
- μυθογράφος (mythográfos)
- μυθολόγημα (mythológima)
- μυθολογία (mythología)
- μυθολογικός (mythologikós)
- μυθομανής (mythomanís)
- μυθομανία (mythomanía)
- μυθοπλασία (mythoplasía)
- μυθοπλαστικός (mythoplastikós)
- μυθοποίηση (mythopoíisi)
- μυθοποιία (mythopoiía)
- μυθώδης (mythódis)
Further reading
[edit]- Μυθολογία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el