Jump to content

μπουρουντιανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μπουρουντιανός (bourountianósm (feminine μπουρουντιανή, neuter μπουρουντιανό)

  1. Burundian (relating to Burundi or its people)

Declension

[edit]
Declension of μπουρουντιανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μπουρουντιανός (bourountianós) μπουρουντιανή (bourountianí) μπουρουντιανό (bourountianó) μπουρουντιανοί (bourountianoí) μπουρουντιανές (bourountianés) μπουρουντιανά (bourountianá)
genitive μπουρουντιανού (bourountianoú) μπουρουντιανής (bourountianís) μπουρουντιανού (bourountianoú) μπουρουντιανών (bourountianón) μπουρουντιανών (bourountianón) μπουρουντιανών (bourountianón)
accusative μπουρουντιανό (bourountianó) μπουρουντιανή (bourountianí) μπουρουντιανό (bourountianó) μπουρουντιανούς (bourountianoús) μπουρουντιανές (bourountianés) μπουρουντιανά (bourountianá)
vocative μπουρουντιανέ (bourountiané) μπουρουντιανή (bourountianí) μπουρουντιανό (bourountianó) μπουρουντιανοί (bourountianoí) μπουρουντιανές (bourountianés) μπουρουντιανά (bourountianá)
[edit]