Jump to content

μπουλντόζα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μπουλντόζα (boulntózaf (plural μπουλντόζες)

  1. bulldozer

Declension

[edit]
Declension of μπουλντόζα
singular plural
nominative μπουλντόζα (boulntóza) μπουλντόζες (boulntózes)
genitive μπουλντόζας (boulntózas) -
accusative μπουλντόζα (boulntóza) μπουλντόζες (boulntózes)
vocative μπουλντόζα (boulntóza) μπουλντόζες (boulntózes)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]