Jump to content

μπετόνι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μπετόνι (betónin (plural μπετόνια)

  1. Alternative form of μπιτόνι (bitóni)

Declension

[edit]
Declension of μπετόνι
singular plural
nominative μπετόνι (betóni) μπετόνια (betónia)
genitive μπετονιού (betonioú) μπετονιών (betonión)
accusative μπετόνι (betóni) μπετόνια (betónia)
vocative μπετόνι (betóni) μπετόνια (betónia)