Jump to content

μπαρμπούνι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μπαρμπούνι (barmpoúnin (plural μπαρμπούνια)

  1. mullet (striped red), Mullus surmuletus
  2. gurnard
  3. borlotti (bean)

Declension

[edit]
Declension of μπαρμπούνι
singular plural
nominative μπαρμπούνι (barmpoúni) μπαρμπούνια (barmpoúnia)
genitive μπαρμπουνιού (barmpounioú) μπαρμπουνιών (barmpounión)
accusative μπαρμπούνι (barmpoúni) μπαρμπούνια (barmpoúnia)
vocative μπαρμπούνι (barmpoúni) μπαρμπούνια (barmpoúnia)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]