Jump to content

μπαντούρα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μπαντούρα (bantoúraf (plural μπαντούρες)

  1. (Cretan, music) Alternative form of μαντούρα (mantoúra)

Declension

[edit]
singular plural
nominative μπαντούρα (bantoúra) μπαντούρες (bantoúres)
genitive μπαντούρας (bantoúras) μπαντουρών (bantourón)
accusative μπαντούρα (bantoúra) μπαντούρες (bantoúres)
vocative μπαντούρα (bantoúra) μπαντούρες (bantoúres)