μπανιερό

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μπάνιο (bánio) +‎ -ερό (-eró)

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

μπανιερό (banierón (plural μπανιερά)

  1. (colloquial) swimsuit, swimming costume, swimming trunks

Declension

[edit]
singular plural
nominative μπανιερό (banieró) μπανιερά (banierá)
genitive μπανιερού (banieroú) μπανιερών (banierón)
accusative μπανιερό (banieró) μπανιερά (banierá)
vocative μπανιερό (banieró) μπανιερά (banierá)

Synonyms

[edit]