Jump to content

μπαλλέτο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μπαλλέτο (balléton (plural μπαλλέτα)

  1. Alternative form of μπαλέτο (baléto)

Declension

[edit]
Declension of μπαλλέτο
singular plural
nominative μπαλλέτο (balléto) μπαλλέτα (balléta)
genitive μπαλλέτου (ballétou) μπαλλέτων (balléton)
accusative μπαλλέτο (balléto) μπαλλέτα (balléta)
vocative μπαλλέτο (balléto) μπαλλέτα (balléta)