Jump to content

μπέρδεμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μπέρδεμα (bérdeman (plural μπερδέματα)

  1. confusion, tangle, jumble, mix-up
    το μπέρδεμα των σκοινιών (the tangle of cords)
  2. (in the plural) trouble

Declension

[edit]
Declension of μπέρδεμα
singular plural
nominative μπέρδεμα (bérdema) μπερδέματα (berdémata)
genitive μπερδέματος (berdématos) μπερδεμάτων (berdemáton)
accusative μπέρδεμα (bérdema) μπερδέματα (berdémata)
vocative μπέρδεμα (bérdema) μπερδέματα (berdémata)