μοσχοπόντικας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]μόσχος (móschos, “musk”) + πόντικας (póntikas, “augmentative of ποντικός (pontikós, “mouse”)”). Apparently a calque of English muskrat.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μοσχοπόντικας • (moschopóntikas) m
Declension
[edit]Declension of μοσχοπόντικας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοσχοπόντικας • | μοσχοπόντικες • |
genitive | μοσχοπόντικα • | — |
accusative | μοσχοπόντικα • | μοσχοπόντικες • |
vocative | μοσχοπόντικα • | μοσχοπόντικες • |