Jump to content

μοσχαρίσιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

μοσχάρι (moschári) +‎ -ίσιος (-ísios).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

μοσχαρίσιος (moscharísiosm (feminine μοσχαρίσια, neuter μοσχαρίσιο)

  1. related to calf or veal

Declension

[edit]
Declension of μοσχαρίσιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μοσχαρίσιος (moscharísios) μοσχαρίσια (moscharísia) μοσχαρίσιο (moscharísio) μοσχαρίσιοι (moscharísioi) μοσχαρίσιες (moscharísies) μοσχαρίσια (moscharísia)
genitive μοσχαρίσιου (moscharísiou) μοσχαρίσιας (moscharísias) μοσχαρίσιου (moscharísiou) μοσχαρίσιων (moscharísion) μοσχαρίσιων (moscharísion) μοσχαρίσιων (moscharísion)
accusative μοσχαρίσιο (moscharísio) μοσχαρίσια (moscharísia) μοσχαρίσιο (moscharísio) μοσχαρίσιους (moscharísious) μοσχαρίσιες (moscharísies) μοσχαρίσια (moscharísia)
vocative μοσχαρίσιε (moscharísie) μοσχαρίσια (moscharísia) μοσχαρίσιο (moscharísio) μοσχαρίσιοι (moscharísioi) μοσχαρίσιες (moscharísies) μοσχαρίσια (moscharísia)
[edit]