Jump to content

μονοούσιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μονοούσιος (monooúsiosm (feminine μονοούσια or μονοούσιος, neuter μονοούσιο)

  1. (theology) monoousian

Usage notes

[edit]
  • Feminine form -ος if formal, used often for this formal, old verb

Declension

[edit]
Declension of μονοούσιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονοούσιος (monooúsios) μονοούσιος (monooúsios)
μονοούσια (monooúsia)
μονοούσιο (monooúsio) μονοούσιοι (monooúsioi) μονοούσιοι (monooúsioi)
μονοούσιες (monooúsies)
μονοούσια (monooúsia)
genitive μονοούσιου (monooúsiou) μονοούσιου (monooúsiou)
μονοούσιας (monooúsias)
μονοούσιου (monooúsiou) μονοούσιων (monooúsion) μονοούσιων (monooúsion) μονοούσιων (monooúsion)
accusative μονοούσιο (monooúsio) μονοούσιο (monooúsio)
μονοούσια (monooúsia)
μονοούσιο (monooúsio) μονοούσιους (monooúsious) μονοούσιους (monooúsious)
μονοούσιες (monooúsies)
μονοούσια (monooúsia)
vocative μονοούσιε (monooúsie) μονοούσιε (monooúsie)
μονοούσια (monooúsia)
μονοούσιο (monooúsio) μονοούσιοι (monooúsioi) μονοούσιοι (monooúsioi)
μονοούσιες (monooúsies)
μονοούσια (monooúsia)

See also

[edit]