Jump to content

μονογραφία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μονογραφία (monografíaf (plural μονογραφίες)

  1. (sciences) monograph

Declension

[edit]
Declension of μονογραφία
singular plural
nominative μονογραφία (monografía) μονογραφίες (monografíes)
genitive μονογραφίας (monografías) μονογραφιών (monografión)
accusative μονογραφία (monografía) μονογραφίες (monografíes)
vocative μονογραφία (monografía) μονογραφίες (monografíes)

See also

[edit]

Further reading

[edit]