μονογράφηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μονογράφηση • (monográfisi) f (plural μονογραφές)
- initialling (UK), initialing (US)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονογράφηση (monográfisi) | μονογραφήσεις (monografíseis) |
genitive | μονογράφησης (monográfisis) | μονογραφήσεων (monografíseon) |
accusative | μονογράφηση (monográfisi) | μονογραφήσεις (monografíseis) |
vocative | μονογράφηση (monográfisi) | μονογραφήσεις (monografíseis) |
Older or formal genitive singular: μονογραφήσεως (monografíseos)
Related terms
[edit]- see: μονογραφή f (monografí, “initials”)