Jump to content

μονεγασκικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μονεγασκικός (monegaskikósm (feminine μονεγασκική, neuter μονεγασκικό)

  1. Monegasque (relating to Monaco or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of μονεγασκικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονεγασκικός (monegaskikós) μονεγασκική (monegaskikí) μονεγασκικό (monegaskikó) μονεγασκικοί (monegaskikoí) μονεγασκικές (monegaskikés) μονεγασκικά (monegaskiká)
genitive μονεγασκικού (monegaskikoú) μονεγασκικής (monegaskikís) μονεγασκικού (monegaskikoú) μονεγασκικών (monegaskikón) μονεγασκικών (monegaskikón) μονεγασκικών (monegaskikón)
accusative μονεγασκικό (monegaskikó) μονεγασκική (monegaskikí) μονεγασκικό (monegaskikó) μονεγασκικούς (monegaskikoús) μονεγασκικές (monegaskikés) μονεγασκικά (monegaskiká)
vocative μονεγασκικέ (monegaskiké) μονεγασκική (monegaskikí) μονεγασκικό (monegaskikó) μονεγασκικοί (monegaskikoí) μονεγασκικές (monegaskikés) μονεγασκικά (monegaskiká)
[edit]