Jump to content

μοιχεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μοιχεία (moicheíaf (plural μοιχείες)

  1. (law) adultery

Declension

[edit]
Declension of μοιχεία
singular plural
nominative μοιχεία (moicheía) μοιχείες (moicheíes)
genitive μοιχείας (moicheías) μοιχειών (moicheión)
accusative μοιχεία (moicheía) μοιχείες (moicheíes)
vocative μοιχεία (moicheía) μοιχείες (moicheíes)

Synonyms

[edit]