Jump to content

μοβόρικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μοβόρικος (movórikosm (feminine μοβόρη, neuter μοβόρο)

  1. Alternative form of αιμοβόρικος (aimovórikos)

Declension

[edit]
Declension of μοβόρικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μοβόρικος (movórikos) μοβόρικη (movóriki) μοβόρικο (movóriko) μοβόρικοι (movórikoi) μοβόρικες (movórikes) μοβόρικα (movórika)
genitive μοβόρικου (movórikou) μοβόρικης (movórikis) μοβόρικου (movórikou) μοβόρικων (movórikon) μοβόρικων (movórikon) μοβόρικων (movórikon)
accusative μοβόρικο (movóriko) μοβόρικη (movóriki) μοβόρικο (movóriko) μοβόρικους (movórikous) μοβόρικες (movórikes) μοβόρικα (movórika)
vocative μοβόρικε (movórike) μοβόρικη (movóriki) μοβόρικο (movóriko) μοβόρικοι (movórikoi) μοβόρικες (movórikes) μοβόρικα (movórika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μοβόρικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μοβόρικος, etc.)