Jump to content

μνημόνιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μνημόνιο (mnimónion (plural μνημόνια)

  1. memorandum, memo

Declension

[edit]
Declension of μνημόνιο
singular plural
nominative μνημόνιο (mnimónio) μνημόνια (mnimónia)
genitive μνημόνιου (mnimóniou) μνημόνιων (mnimónion)
accusative μνημόνιο (mnimónio) μνημόνια (mnimónia)
vocative μνημόνιο (mnimónio) μνημόνια (mnimónia)