From Wiktionary, the free dictionary
μνημόνιο • (mnimónio) n (plural μνημόνια)
- memorandum, memo
Declension of μνημόνιο
|
singular
|
plural
|
nominative
|
μνημόνιο (mnimónio)
|
μνημόνια (mnimónia)
|
genitive
|
μνημόνιου (mnimóniou)
|
μνημόνιων (mnimónion)
|
accusative
|
μνημόνιο (mnimónio)
|
μνημόνια (mnimónia)
|
vocative
|
μνημόνιο (mnimónio)
|
μνημόνια (mnimónia)
|