μνημείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek μνημεῖον (mnēmeîon).
Noun
[edit]μνημείο • (mnimeío) n (plural μνημεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μνημείο (mnimeío) | μνημεία (mnimeía) |
genitive | μνημείου (mnimeíou) | μνημείων (mnimeíon) |
accusative | μνημείο (mnimeío) | μνημεία (mnimeía) |
vocative | μνημείο (mnimeío) | μνημεία (mnimeía) |
Coordinate terms
[edit]- κενοτάφιο n (kenotáfio, “cenotaph”)
Related terms
[edit]- see: μνήμη f (mními, “memory”)
Further reading
[edit]- μνημείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language